Άρθρωση - definição. O que é Άρθρωση. Significado, conceito
Diclib.com
Dicionário ChatGPT
Digite uma palavra ou frase em qualquer idioma 👆
Idioma:

Tradução e análise de palavras por inteligência artificial ChatGPT

Nesta página você pode obter uma análise detalhada de uma palavra ou frase, produzida usando a melhor tecnologia de inteligência artificial até o momento:

  • como a palavra é usada
  • frequência de uso
  • é usado com mais frequência na fala oral ou escrita
  • opções de tradução de palavras
  • exemplos de uso (várias frases com tradução)
  • etimologia

O que (quem) é Άρθρωση - definição


Άρθρωση         
Μια άρθρωση, στα σπονδυλωτά ζώα, είναι μέρος στο σκελετό, όπου έρχονται σε επαφή και συνδέονται, δύο ή περισσότερα οστά, τα οποία δεν είναι σταθερά μεταξύ τους στα υπόλοιπα σημεία τους. Στα αρθρόποδα είναι μέρος του εξωσκελετού. Οι αρθρώσεις, με τον τρόπο που είναι κατασκευασμένες, δίνουν ευκαμψία, εκτός από στήριξη, στο υπόλοιπο ερειστικό σύστημα (του οποίου είναι μέρος), ώστε να επιτρέπουν την πραγματοποίηση και ταυτόχρονα να καθορίζουν τον τρόπο των κινήσεων στους οργανισμούς.
Ποδοκνημική άρθρωση         
  • Ανθρώπινος αστράγαλος
ΆΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΆΤΩ ΆΚΡΟΥ
Αρθρώσεις ακραίου ποδιού
Η ποδοκνημική ή αστραγαλοκνημική διάρθρωση, είναι μία γωνιώδης μονοαξονική διάρθρωση, διαμέσου της οποίας συνδέεται ο σκελετός του ακραίου ποδιού με τον σκελετό της κνήμης ονομάζεται αστραγαλοκνημική αν και στον σχηματισμό της παίρνει μέρος εκτός από την κνήμη και τον αστράγαλο και η περόνη.
Κροταφογναθική άρθρωση         
Η Κροταφογναθική άρθρωση ή διάρθρωση (ΚΓΑ ή ΚΓΔ) είναι άρθρωση του ανθρώπινου σώματος, βρισκόμενη στην περιοχή του κρανίου. Συνδέει, μέσω του διάρθριου δίσκου της, το οστό της άνω γνάθου με το αντίστοιχο της κάτω γνάθου, εξυπηρετώντας πολλαπλές λειτουργίες του οργανισμού, όπως την ομιλία και τη μάσηση, αλλά και τα αντανακλαστικά της κατάποσης και του χασμουρητού. Εξωτερικά, η ΚΓΑ μπορεί να ανιχνευθεί ακριβώς μπροστά από τον τράγο του ωτός (αυτιού), όπου η κίνησή της γίνεται ιδιαιτέρως αντιληπτή, κατά το ανοιγοκλείσιμο του στόματος. Λειτουργικά, η ΚΓΔ προσδ�